διαφιλοτιμεομαι

διαφιλοτιμεομαι
    διαφιλοτιμέομαι
    δια-φῐλοτῑμέομαι
    соревноваться
    

δ. ὑπὲρ ἡγεμονίας πρός τινα Plut. — оспаривать у кого-л. первенство


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαφιλοτιμεομαι" в других словарях:

  • διαφιλοτιμουμένων — διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp fem gen pl (attic epic doric) διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) διαφιλοτῑμουμένων , διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp fem gen pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφιλοτιμούμενον — διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc acc sg (attic epic doric) διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) διαφιλοτῑμούμενον , διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφιλοτιμεῖσθαι — διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres inf mp (attic epic) διαφιλοτῑμεῖσθαι , διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφιλοτιμηθέντες — διαφιλοτιμέομαι strive emulously aor part mp masc nom/voc pl διαφιλοτῑμηθέντες , διαφιλοτιμέομαι strive emulously aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφιλοτιμούμενοι — διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) διαφιλοτῑμούμενοι , διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφιλοτιμούμενος — διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc nom sg (attic epic doric) διαφιλοτῑμούμενος , διαφιλοτιμέομαι strive emulously pres part mp masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφιλοτιμεῖτο — διεφιλοτῑμεῖτο , διαφιλοτιμέομαι strive emulously imperf ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφιλοτιμοῦντο — διεφιλοτῑμοῦντο , διαφιλοτιμέομαι strive emulously imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεφιλοτιμήθη — διεφιλοτῑμήθη , διαφιλοτιμέομαι strive emulously aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»